-
1 ακουαρέλα
[акуарэла] ουσ. Θ. акварель.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακουαρέλα
-
2 ακουαρέλα
[акуарэла] ουσ θ акварель. -
3 акварель
-
4 живопись
живопись ж η ζωγραφική \живопись маслом (или масляными красками) η ελαιογραφία акварельная \живопись η ακουαρέλα, η υδατογραφία фресковая (или стенная) \живопись η τοιχογρα φία* * *жη ζωγραφικήίжи́вопись ма́слом ( или ма́сляными кра́сками) — η ελαιογραφία
акваре́льная жи́вопись — η ακουαρέλα, η υδατογραφία
фре́сковая ( или стенна́я) жи́вопись — η τοιχογραφία
-
5 краска
краска ж το χρώμα· η βαφή, η μπογιά· акварельная \краска η ακουαρέλα* масляная \краска η λαδομπογιά* * *жτο χρώμα; η βαφή, η μπογιάакваре́льная кра́ска — η ακουαρέλα
ма́сляная кра́ска — η λαδομπογιά
-
6 рисунок
рисунок м η ζωγραφιά, το σχέδιο; \рисунок акварелью η ακουαρέλα* * *мη ζωγραφιά, το σχέδιοрису́нок акваре́лью — η ακουαρέλα
-
7 акварель
1. (картина) η υδατογραφία, η ακουαρέλα (ξεν.) 2. (краска) τα υδατοχρώ-ματα (πλ.), η νερομπογιά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > акварель
-
8 краска
το χρώμα, η βαφήакварельная - η υδατοβαφή, τα υδατοχρώματαη ακουαρέλα (ξεν.)антикоррозийная - αντισκωρια-κό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -дорожная маркировочная - για σηματοδότηση των δρόμων/οδώνмалярная - για άσπρι-σμα/ασβέστωσηмасляная - το ελαιόχρωμα, το λαδόχρωμαматовая - ματ (ξεν.)необрастающая мор. - αντι(ρ)ρυπαντικό -противокоррозийная - αντισκωριακό/αντισκουριακό -, αντιδιαβρωτικό -судовая - πλοίων, ναυπηγικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > краска
-
9 рисунок
рисунокм в разн. знач. τό σχέδιο[ν], τό σκίτσο, τό ίχνογράφημα:\рисунок акварелью ἡ ὑδατογραφία, ἡ ἀκουαρέλα· \рисунок карандашом τό σχέδιο μέ μολύβι· \рисунок углем ἡ ἀνθρακογραφία, τό σχέδιο μέ κάρβουνο. -
10 акварельный
[ακβαριέλ"νυϊ] επ. με ακουαρέλα -
11 акварельный
[ακβαριέλ"νυϊ] επ με ακουαρέλα -
12 акварель
-и θ.1. υδατοχρώματα, νερομπογιές.2. υδατογραφία, ακουαρέλα.
См. также в других словарях:
ακουαρέλα ή υδατογραφία — Ζωγραφική κυρίως επάνω σε χαρτί ή σε μεταξωτό, με χρώματα διαλυμένα σε νερό, μαζί με λίγη κόλλα που τους εξασφαλίζει συνεκτικότητα. Αντίθετα από την γκουάς, όπου τα χρώματα είναι αδιαφανή, στην α. τα χρώματα είναι διαφανή και αφήνουν να… … Dictionary of Greek
ακουαρέλα — η 1. είδος ζωγραφικής, κατά την οποία ζωγραφίζει κανείς με χρώματα διαλυμένα στο νερό 2. πίνακας αυτού τού είδους ζωγραφικής, υδατογραφία 3. το χρώμα που χρησιμοποιείται στην υδατογραφία (κν. νερομπογιά). [ΕΤΥΜΟΛ. Ξεν. < γαλλ. aquarelle <… … Dictionary of Greek
ακουαρέλα — η (λ. ιταλ.), υδατογραφία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γκουάς — (gouache).Όρος της ζωγραφικής. Αποτελεί τεχνική χρησιμοποίησης αδιαφανών υδροχρωμάτων και κόλλας πάνω σε χαρτί ή σε χαρτόνι. Δίνει αποτελέσματα αρκετά συγγενικά με την ελαιογραφία, και χρησιμοποιείται συχνά για προσχέδια μεγάλων ελαιογραφιών… … Dictionary of Greek
υδατογραφία — Βλ. λ. ακουαρέλα * * * η, Ν 1. ζωγραφική που γίνεται με χρώματα διαλυμένα στο νερό, ακουαρέλα 2. συνεκδ. πίνακας ζωγραφισμένος με υδρόχρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδατογράφος. Η λ. αποτελεί απόδοση του γαλλ. aquarelle και μαρτυρείται από το 1897 στο… … Dictionary of Greek
υδατογραφία — η 1. τρόπος ζωγραφικής με χρώματα διαλυμένα σε νερό (νερομπογιές), η ακουαρέλα. 2. η εικόνα, ο πίνακας που ζωγραφίστηκε με νερομπογιές, η ακουαρέλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δυναμίτιδα — Εκρηκτική ύλη με βάση τη νιτρογλυκερίνη, η οποία αναμειγνύεται με στερεές ουσίες, έτσι ώστε το μείγμα που παρασκευάζεται να είναι πολύ λιγότερο επικίνδυνο από την καθαρή νιτρογλυκερίνη. Η νιτρογλυκερίνη, που ανακαλύφθηκε το 1846 από τον Ασκάνιο… … Dictionary of Greek
νερομπογιά — η 1. διάλυμα χρωστικής ουσίας σε νερό, υδρόχρωμα 2. έργο ζωγραφικής φιλοτεχνημένο με υδροχρώματα, ακουαρέλα … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
γαρκινία — (garcinia). Τροπικό δέντρο της οικογένειας των σταγονοφόρων ή γκουτιφόρων (δικοτυλήδονα). Ο καρπός του, με διάμετρο μέχρι 7 εκ., έχει σάρκα χυμώδη, κίτρινο ροδόχρωμη, πολύ ευαίσθητη στις μεταφορές. Ο φλοιός χρησιμοποιείται ως φάρμακο κατά της… … Dictionary of Greek